περιόστεο

περιόστεο
το
βλ. περιόστεος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιόστεο — το μαλακό περίβλημα του οστού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιοδόντιο — το, Ν (ανατ. ιατρ.) α) το περιόστεο τής ρίζας τού δοντιού β) το όλο σύστημα που στηρίζει το δόντι, δηλαδή ο οδοντοφαντιακός σύνδεσμος, η φατνιακή απόφυση και τα οστά τών γνάθων, το περιόστεο, τα ούλα και ο βλεννογόνος τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • περιοστεϊκός — ή, ό, Ν [περιόστεο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιόστεο …   Dictionary of Greek

  • περιόστεος — ο(ν), ΝΑ αυτός που βρίσκεται γύρω από τα οστά («περιόστεος ὑμήν», Γαλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιόστεο ανατ. ειδικός συνδετικός ιστός που καλύπτει τις επιφάνειες τών οστών και αποτελείται από δύο στιβάδες, μιαν εξωτερική ινώδη και μιαν… …   Dictionary of Greek

  • υποπεριοστικός — ή, ό, Ν ιατρ. αυτός που συντελείται ή εκτελείται κάτω από το περιόστεο (α. «υποπεριοστικό αιμάτωμα» β. «υποπεριοστικό κάταγμα» γ. «υποπεριοστική πλευρεκτομή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + περιόστεο + κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… …   Dictionary of Greek

  • Φόλκμαν — ο, Ν φρ. «πόροι Φόλκμαν» και, παλ. όρος, «φολκμάνειοι σωλήνες» ανατ. αγγειοφόρα σωληνάρια τής οστικής ουσίας τα οποία εκπορεύονται από το περιόστεο και συνδέουν μεταξύ τους τα αγγεία τών αβέρσειων σωληναρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < (Richard) Volkmann, όν …   Dictionary of Greek

  • αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… …   Dictionary of Greek

  • αποκόλληση — Παθολογικός αποχωρισμός ιστών στα μέρη με τα οποία συνδέονται ή συμφύονται φυσιολογικά. Οι α. μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορα σημεία του οργανισμού, στο δέρμα, στο περιόστεο κλπ. α. των επιφύσεων στα παιδιά.Πάθηση κατά την οποία προκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • ενδόστεο — το δίκτυ από λεπτά συνδετικά ινίδια που αποτελεί τον σκελετό τού μυελού τών οστών, έσω περιόστεο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”